φοινικόπεζα

φοινικόπεζα
ἡ, Α
(ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό-πεζα, κυανό-πεζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοινικόπεζα — φοινῑκόπεζα , φοινικόπεζα ruddy footed fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόπεζαν — φοινῑκόπεζαν , φοινικόπεζα ruddy footed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”